Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

GΑΝΕSΗΑ Εκδήλωση προς τιμή του Κ. Γεωργίου Βέη


ΒΡΑΔΙΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΗ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗ, ΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΕΗ
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2014 και ώρα 20,00 μμ στην Αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου,
ο Σύλλογος Φιλίας Ελλάδος & Ινδονησίας, Ganesha, οργάνωσε βραδιά προς τιμήν του κου Γεωργίου Βέη, διπλωμάτη & ποιητή, με την αναγόρευσή του σε επίτιμο μέλος του  Συλλόγου και απονομή τιμητικής πλακέτας.


 Στο πρώτο μέρος της βραδιάς, μίλησαν ο κος Γεώργιος Ρούπας, πρόεδρος του Ganesha, η κα Όλγα Ρούπα, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου, ο κος Ιωάννης Θεοφανόπουλος, πρώην πρέσβης, και η κα Ανθούλα Δανιήλ, κριτικός λογοτεχνίας. Εν συνεχεία, διαβάστηκαν ποιήματα από την τελευταία ποιητική συλλογή του Γεωργίου Βέη, που τιτλοφορείται «Βλέπω» από τους Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Χρήστο Αντωνίου, Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Πόλυ Μαμακάκη, καθώς και τη σύζυγο του πρέσβη, κα Clara Pek Veis. Κατά τη διάρκεια της απονομής, στο βήμα βρέθηκαν φυσικά ο πρέσβης της Ινδονησίας στην Ελλάδα, κος Benny Bahanadewa, ο πρέσβης της Ελλάδος στην Ινδονησία κος Γεώργιος Βέης, η νέα πρέσβης της Ελλάδος στην Ινδονησία, κα Χρυσούλα Καρικοπούλου, ο πρόεδρος του Ganesha, κος Γεώργιος Ρούπας. Μετά το πέρας της εκδηλώσεως, ακολούθησε κοκτέιλ, με ινδονησιακές σπεσιαλιτέ, ευγενική χορηγία της Πρεσβείας της Ινδονησίας και του εστιατορίου Golden Phoenix Restaurants, και αναψυκτικά, ευγενική χορηγία της Coca-Cola3Ε, και παραδοσιακούς
ινδονησιακούς χορούς και ένα υπέροχο βίντεο από τη ζωή στην Ινδονησία, επενδεδυμένο με παραδοσιακή ινδονησιακή μουσική.
Η βραδιά υποστηρίχθηκε από την Signature travel και τις εκδόσεις «Κέδρος», όπου έχει εκδοθεί όλο τα ταξειδιωτικά βιβλία του κου Βέη και τις εκδόσεις «Ύψιλον», όπου θα βρείτε όλες τις ποιητικές συλλογές του συγγραφέα.




Η τέχνη της όρασης, Γιώργος Βέης, Βλέπω, εκδ. ύψιλον 2013, σελ. 139
Με το νέο ποιητικό βιβλίο του ο Γιώργος Βέης, δηλώνει σε ενεργητική φωνή το παρόν της γενεσιουργού όλων των εικόνων και παραστάσεων αίσθησης που βοηθάει τα όντα να ερμηνεύουν την απείρως ισχυρότερη φύση τους, τον νοητό δηλαδή κόσμο που τα περιβάλλει ως μικρά κομμάτια ενός προέχοντος και ανεξιχνίαστου όλου. Διακρίνει, αντιλαμβάνεται, λαχταρά, διαμορφώνει, εν τέλει, ένα τοπίο συνύπαρξης της ιστορικής γνώσης με την αφανή αρμονία που διδάσκει ο Ηράκλειτος, ως ανώτερη της φανερής και άρα ευχερώς προσβάσιμης και προδήλως κατανοητής. Πρόκειται ασφαλώς για την εσωτερική αρμονία, την οποία δεν δυσκολεύεται να εντοπίσει και να κατοικήσει ο ποιητής και ταυτόχρονα εξερευνητής των πραγμάτων, μύστης και ζωντανό υποκείμενο μέσα στο δίπολο γη – ουρανός, που δεν μπορεί να αποκοπεί από το δυσοίωνο σύμπαν που τον περιέχει, όμως μπορεί να αναζητήσει το φως, άλλως να αφυπνίσει την ανθρώπινη διάνοιά του, αφού και η ζωή δεν είναι παρά μια διαρκής μαθητεία φωτός, τόσου όσου μπορούν ασφαλώς τα ανθρώπινα μάτια να αντέξουν.
Η αμφιλύκη / πάντα θα τα προσέχει ιδιαιτέρως τα λουλούδια της ίριδας / τα λόγια της μιμόζας / και τα κλαδάκια των κυανών λωτών / μαζί με όλα τα δάκρυά τους / δεν τ' αφήνει να γίνουν θρύψαλα μέσα στο σκοτάδι / γι' αυτό και η αμφιλύκη κρύβει κάθε φορά / λίγο φως στους μίσχους τους / να έχουν να περάσουν τη νύχτα / να λαμπυρίζουν έστω αμυδρά, αλλά παρήγορα / όπως τα φώτα των λιμανιών / όταν υποδέχονται τα ξέπνοα βλέμματα των παρ' ολίγον ναυαγών. (Ποίημα με τίτλο «Πρόνοια», σελ. 21) Ο μυστικός και συνάμα ποιητικός λόγος ουρανού και γης, ανθρώπινης και φυσικής ύλης οδηγεί σε μια διάφορη πραγματικότητα, διακριτή από την πρώτη ιδωμένη και αντιληπτή ως καθημερινή, όπου ο φυσικός χώρος χαρακτηρίζεται από έναν – αρμονικότατο – μη διαχωρισμό του σύμπαντος ως ενιαίας ολότητας. Έτσι, ο ήδη ασκημένος στην εξερεύνηση τοπίων, φυσικών και ονειρικών, Γιώργος Βέης ζωγραφίζει με το στιχουργικό πινελάκι του κάθε μικρή λεπτομέρεια, υπομονετικά και μεθοδικά, συνομιλεί με κάθε στοιχείο της φύσης και ταυτίζεται με κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα του κόσμου του, του κόσμου μας, γι’ αυτό και τα ποιήματά του δεν παύουν να αντανακλούν μαζί με τη δική του εύγλωττη φωνή και τις, σταθερές στην ποιητική του, φωνές των δέντρων, των θαυμαστών ζώων και πουλιών, αλλά και ιστορικά στιγμιότυπα, εικόνες ερωτευμένων ή εκλάμψεις σοφών. «Η αγάπη που απευθύνεται σ’ ένα πράγμα αιώνιο και άπειρο τρέφει την ψυχή με γνήσια χαρά, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε λύπη, απόλυτα επιθυμητή και άξια να την αναζητά κανείς με όλες του τις δυνάμεις.», μας επαληθεύει στην Ηθική ο Σπινόζα, ενώ βέβαια «όλα έχουν ομορφιά, αλλά δεν την βλέπουν όλοι», μας υπενθυμίζει ο Κομφούκιος, τον οποίο εμφανώς ανακαλεί και ο ποιητής με το παρόν έργο. Απομονώνω μία στροφή από το ποίημα «Κορμοράνοι ζεσταίνονται στον ήλιο»: [...] Απομάγευση τοπίου ίσον θάνατος, πληγές / κλείνουν, οι βελόνες, οι λεύκες, τα πικρά τα χόρτα / συμφωνούν μαζί μας, λέξεις από σελήνη χρυσές / ίπτανται, σιγή γεννάει τη μεταφυσική μας [...] (σελ. 38). Γραφή διανοητικά αισθησιακή, που ακολουθεί τον παλμό της καρδιάς και μαζί με τους στίχους της αναπνέει, χαρίζοντας στον αναγνώστη την ακατανίκητη έλξη της εμπειρίας μέσω της παρατήρησης, αλλά και την παυσίλυπο αίσθηση της συνέχειας μέσα στο ταξίδι της ύπαρξης, όπου η όραση δεν είναι παρά το ίδιο το είναι μας, όπως επισημαίνει στο Βιβλίο της Ανησυχίας και ο Φερνάντο Πεσσόα, αφού μόνο «εάν φανταζόμαστε βλέπουμε», ενώ και «τα ταξίδια μας δεν είναι παρά εμείς οι ίδιοι ως ταξιδιώτες». Και «δεν υπάρχει όραση δίχως σκέψη», θα συμπλήρωνε ο Ντεκάρτ. Στο σημείο αυτό, άλλωστε, θα πρέπει να στοχαστούμε πως είναι προνόμιο της ανθρώπινης φύσης μας αυτή η βαθύτερη όραση (ή ενόραση) που βιώνεται ως διαρκής αναζήτηση και αγωνιά να φτάσει την ουσία των πραγμάτων. «Δεν είσαι πια παρά ένα μάτι. Ένα τεράστιο και σταθερό μάτι που βλέπει τα πάντα, τόσο το αραγμένο σου σώμα όσο και σένα, να κοιτάζεις που κοιτάζεσαι, ωσάν να είχε συστραφεί εντελώς μέσα στην κόγχη του και σε ατένιζε δίχως κουβέντα, εσένα, το εσωτερικό σου, το μαύρο, άδειο, σκυθρωπό, φοβισμένο, αδύναμο εσωτερικό σου. Σε κοιτάζει και σε καρφώνει. Δεν θα πάψεις ποτέ να σε βλέπεις.», αντιπαραβάλλω εδώ απόσπασμα του Μωρίς Μερλώ – Ποντύ από το Η αμφιβολία του Σεζάν. Το μάτι και το πνεύμα. Αλλά και ο Ρίλκε εννοεί με τον ίδιο τρόπο την όραση και ορίζει το μάτι
μάλιστα ως «παράθυρο της ψυχής». Συνεχίζω με αυτούσια κάποια ποιήματα του βιβλίου, που δεν παύει να μας αποκαλύπτει στοχαστικούς παραλληλισμούς της ανθρώπινης σκέψης και διαχρονικούς στην αξιοποίησή τους πνευματικούς θησαυρούς. «Η αίσθηση του παντός, / η επινόηση της αίσθησης του παντός∙ / καλά είναι κι έτσι αυτή τη νύχτα / κάτω από τ’ αστέρια / χωρίς φεγγάρι / ν’ αρχίζουμε να πιστεύουμε κι εμείς / ότι είμαστε ή ότι μπορούμε να γίνουμε άνθρωποι» / αναλογίστηκαν ξαφνικά / την ίδια ακριβώς στιγμή δύο εντελώς ανόμοια όντα». (Ποίημα με τίτλο «Πολλαπλασιασμός», σελ. 127) «Βαθιά στα μάτια του άλλου σκύλου» (σελ. 129) που έρχεται συχνά τ’ απογεύματα στο σπίτι /
να παίξει με τον δικό μου / υπάρχει το ίδιο ακριβώς σκοτάδι / γι’ αυτό και είναι τόσο φιλικός / τόσο μεθοδικός στο χάδι / σίγουρος για τον εαυτό του / σαν από πάντα φύλακας πιστός / των ίδιων τρομερών μυστικών. Σχεδόν ήχος / μια νότα πιο χαμηλά από τον ψίθυρο / του σχεδόν νεκρού / λίγο προτού αποχωριστεί, εννοώ, το ξερό φύλλο / από το κλαδάκι του / αυτή η τέλεια υπόκρουση / το
θρόισμα ενός γράμματος / ενός μορίου Γνώσης. («Ίμερος», σελ. 72) Έστω γι’ αυτό λοιπόν, / για ένα απόγευμα από χαλκό / και λίγη χρυσόσκονη / κολυμπήσαμε ως εδώ / στις επαρχίες του «θέλω», / στις ακτές του Νότου, / στις βιομηχανίες και τα μεταλλεία του Βορρά, / χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πού πάνε τα τέσσερα / ωρομίσθιοι, μονόγλωσσοι / ήρωες της παρανόησης, / αλλά προικισμένοι ναυπηγοί του τυχαίου. («Γραφείο αποδήμων», σελ. 44) Ισορροπεί μεταξύ του ολέθρου και της νίκης / το να επιζείς δεν είναι χάρις μήτε αυθάδεια / δείχνει η ροή των υπαινιγμών της / δεν είναι τίποτε άλλο παρά / αφοσίωση στο σπέρμα της μουσικής / στον ψίθυρο του γλιτωμού / μέσα από τις καταιγίδες της παραφοράς / που οι άνθρωποι έχουν πει: μπροστά. («Η σαγήνη της κλαίουσας», σελ. 56) Διότι ο άνθρωπος δεν είναι ασφαλώς το κέντρο του περιβάλλοντος κόσμου του ούτε και ο σκοπός της δημιουργίας, αλλά μέρος – και μόνο – μέσα στο θεϊκό όλον, ένας μικρόκοσμος που εντάσσεται στο μεγαλείο του σύμπαντος και κατά φυσική αναγκαιότητα το ακολουθεί. «Ο πόνος και η ευτυχία είναι καταστάσεις του Εγώ. Ξεχάστε το Εγώ.» μας υποδεικνύει και ο σημαντικότατος εκπρόσωπος της κινεζικής φιλοσοφίας Λάο Τσε. Κέρδος, λοιπόν, ανυπολόγιστο η καθολική ενσυναίσθηση των ποιημάτων του προκείμενου βιβλίου, ενός ευφυέστατου και ωριμότατου στη σκέψη του ποιητή της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς, καθώς, όλως φυσικά και αβίαστα, έρχεται να καταλαγιάσει και, γιατί όχι, να εξισορροπήσει την παράλογη απαίτηση του σύγχρονου ανθρώπου του άστεως για μια ως δια μαγείας εξαφάνιση του θλιβερού δικού του παρόντος, χωρίς να αναλογίζεται πως αυτό το παρόν δεν είναι αποκλειστικά προσωπικό του απόκτημα και προνόμιο. Ας δούμε, μας παροτρύνει ο Βέης, με όση σοφία διαθέτουμε σήμερα, πιο καθαρά και πιο βαθιά, πέρα από τον ανθρώπινο πόθο και την «υστεροβουλία» των παθών. Και παραθέτω, αντί επιλόγου, απόσπασμα από το ποίημα «Δώρο φίλου» (σελ. 126) [...] Διαβάζω και ξαναδιαβάζω σήμερα τα δύο αρχικά: G V / και δεν ξέρω τι σημαίνουν / ποιο πρόσωπο, άντρα ή γυναίκα, ν’ ανακαλούν / ίσως να είμαι ήδη κι εγώ ο ίδιος ένας ίσκιος / που μπαινοβγαίνει στις πόρτες αυτής της αβέβαιης αυγής / μπορεί να με λέγανε κι εμένα κάπως / δεν ξέρω πως και τι.